γκιˬούλσουγιˬου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬούλσουγιˬου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬούλσουγιου τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γκιούλσουι Θεσσ. γκιˬόλσουι Θρᾴκ. γκιˬούλσεῖ Προπ. (Μαρμαρ.) γκιˬοῦλσο Μακεδ. (Βογατσ.) gιˬοῦλτσους Θεσσ. (Καλαμπάκ.) γκιˬούλσι Ἀθῆν. Ἤπ. - Λεξ. Μπριγκ. γκιˬούλσ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γκιˬουλέσι Ἤπ. (Πάργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gulsuyu = ροδόνερον.
Σημασιολογία
1) Ἀπόσταγμα ρόδων, ροδόσταγμα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Νὰ ξεπλένῃς τὸ στόμα σου μὲ γκιˬούλσι κ’ ὕστερα ν’ ἀναγορεύῃς τ’ ὄνομά μου (ἐπὶ κακολόγου) Ἤπ. || ᾌσμ. Ἀνάμεσα ’ς τὰ στήθιˬα σου τρέχει μιˬὰ βρυσοπούλα γκιˬούλσι καὶ νεραντζόνερο, χρυσῆ μου περδικούλα Ἤπ. Ἐσὺ κοιμᾶσαι ’ς τὸ θρονὶ κ’ ἐγὼ ’ς ἀρὺ κλαδάκι, ἐσὺ πίνεις τὸ γκιˬόλσουι κ’ ἐγὼ νερὸ ἀπ’ τὶς μπάρες (μπάρα = τέλμα) Θρᾴκ. Τὸ γιˬασεμὶ ’ς τὴν πόρτα μου θέλω νὰ τὸ φυτέψω, νὰ dὸ ποτίσω γκιˬούλσεϊ, ἴσως καὶ τὸ κερδέψω Προπ. (Μαρμαρ.) Τ’ ἀγουρούδ’ τοὺ μικρὸ | ζάχαρη πουτίστι του κὶ γκιˬουλσούγιˬου ραντίστι του (ἐκ βαυκαλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Συνών. ροδόνερο, ροδόσταγμα, τριˬανταφυλλόνερο. β) Ἀπόσταγμα ἀνθέων εὐόσμων Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Συνών. ἀνθόνερο 1, λεβάντα. 2) Τὸ δοχεῖον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίτροπος ἐκκλησίας ραντίζει τοὺς ἐκκλησιαζομένους, περιρραντήριον Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Συνών. ραντιστήρι, ροδοκάννι, φωτιστήρα. Πβ. ἁγιˬαστήρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA