γουρουνόζευλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνόζευλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρουνόζευλα ἡ, ἐνιαχ. γουρ᾽νόζιβλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 17, 386.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ζεύλα.
Σημασιολογία
1) Ξυλίνη ζεύλα ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἐκ δύο τεμαχίων ξύλου. Τούτων ἡ μὲν μία ἄκρα προσδένεται ἄνωθεν τοῦ τραχήλου τοῦ χοίρου, ἡ δὲ ἄλλη διαπερνᾷ τεμάχιον σανίδος κείμενον κάτωθεν τοῦ λαιμοῦ αὐτοῦ, σκοπὸν δὲ ἔχει νὰ χρησιμεύῃ ὡς ἐμπόδιον διὰ τὴν εἴσοδον τοῦ χοίρου εἰς περίφρακτον ἐκ διασταυρουμένων ξύλων χῶρον ἔνθ᾽ ἀν. 2) Πρόχειρος ζεύλα κατασκευαζομένη ἐκ δύο τεμαχίων ξύλου, ἀντικαθιστῶσα τὴν κατὰ τὴν ἄροσιν θραυσθεῖσαν καὶ ἐξ ἑνὸς τεμαχίου ξύλου ἀποτελουμένην τοιαύτην αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA