γκιˬούμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬούμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκιˬούμα ἡ, Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Καρυὰ Κρυόβρ. Συκαμν.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βροντ. Κίτρ. Μοσχοπόταμ.) gιˬούμνα Σάμ. (Καρλόβ. κ.ἀ.) gιˬούμλα Σάμ. γκίμα Μακεδ. (Λιτόχ.) τζιˬούμα Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Κόνιτσ. Κουκούλ.) Πελοπν. (Σκορτσιν.) τζούμα Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ.) ντζούμα Πελοπν. (Μεγαλόπ. Μεσσην. Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκιˬούμι κατὰ τύπ. μεγεθ.
Σημασιολογία
1) Μεγάλον γκιˬούμι 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Μακεδ. (Βροντ. Κίτρ. Λιτόχ. Μοσχοπόταμ. κ.ἀ.): Γιˬόμ’σα τ’ς γκιˬοῦμις ὅλις μὲ νιρὸ Βίτσ. Πᾶρι τ’ γιˬούμα νὰ φέρ’ς λίγου νιρὸ φρέσκου Κουκοὺλ. Ἔ’ νιρὸ ἡ γκιˬούμα, μαρή; Κίτρ. Φέρ’ μιˬὰ γκούμα νιρὸ νὰ πλύνου τὰ πουδάριˬα μ’ Μοσχοπόταμ. 2) Πήλινον ἀγγεῖον ὅμοιον πρὸς μικρὰν στάμναν δι’ ἔλαιον, ἐλαίας, τοματοπολτόν, παστὸν κρέας κ.λ.π. Σάμ. (Καρλόβ. κ.ἀ.) 3) Μεταλλικὸν ὑδροδόχον δοχεῖον φρέατος, κουβᾶς Ἤπ. (Θεσπρωτ. Ἰωάνν. Κόνιτσ.) 4) Ξύλινον δοχεῖον φαγητοῦ ἤ γάλακτος Πελοπν. (Μεγαλόπ. Μεσσην. Σκορτσιν. Τριφυλ.) 5) Λίθινον ἰγδίον Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ.): Φέρ’ τὴ τούμα νὰ στ’μπίσουμι τοὺν καφὲ Ζαγόρ. ’Σ τοὺ χουριˬό μας πουλλὰ σπίτιˬα ἔχουν τοῦμις π’ στουμπίζουν τοὺν καφὲ Κουκούλ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τὺπ. Τζούμα Ἤπ. (Κόνιτσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA