ἀπανωθύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωθύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωθύρι τό, ἀπανωθύριν Πόντ. (Κερασ.) ἀπανωθύρι πολλαχ. ἀπανωφύρι Πόντ. (Κερασ.) ἀπανωθύρ’ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. θυρί.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν παράθυρο ἄνωθεν τοῦ ὑπερθύρου πολλαχ. 2) Ὑπέρθυρον, ἀνώφλιον Πόντ. (Κεράσ. Ὄφ. Σάντ. Τράπ. Χάλδ.): Φρ. Ποῦ νὰ γράφτωμ’ ἀτο, ᾽ς σ᾿ ἀπανωθύρ’ γιˬὰ ᾿ς σὸ κατωθύρ’; (πρὸς φίλον ὁ ὁποῖος σπανίως μᾶς ἐπισκέπτεται) Χαλδ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνώφλι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA