ἀπανωίγγλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωίγγλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωίγγλι τό, ἀπανωγίγλι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. ἴγγλα.
Σημασιολογία
Ταινία διὰ τῆς ὁποίας δένεται ἡ ἐπὶ τοῦ σάγματος τοῦ ζῴου τιθεμένη πατανία : ᾎσμ. Βάλε μου γίγλες δώδεκα κιˬ ἀπανωγίγλιˬα δέκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA