ἀσπρούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπρούδα ἡ, Ἀμοργ. Θήρ. Κάρπ. Λέσβ. (Μυτιλήν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Πάτρ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀραχ. Ἀρτοτ. Εὐρυταν. Καλοσκοπ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀσπρούα Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. -ούδα.

Σημασιολογία

1) Εἶδος λευκῆς σταφυλῆς διαφόρων παραλλαγῶν Ἀμοργ. Θήρ. Λέσβ. (Μυτιλήν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Πάτρ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀραχ. Ἀρτοτ. Εὐρυταν. Καλοσκοπ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀσπροστάφυλο, ἀσπρούδι1, ἀσπρουδιˬὰ 1, ἀσπρουδίτσα, ἀσπρουδούλλα, ἀσπρούλλα 1, ἀσπρούτσικη (ἰδ. ἀσπρούτσικος 3), ἀσπροχιˬώτης. 2) Λευκὴ γῆ Κάρπ. Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Στάκτη μπουγάδας Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/