ἀπανωκάτως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκάτως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπανωκάτως ὁ, Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω-κάτω.

Σημασιολογία

Χορὸς τὸν ὁποῖον χορεύουν μετὰ τὸν συρτὸν δύο μόνον ἐκ τῶν χορευόντων προσπαθοῦντες πάντοτε νὰ εἶναι ὁ εἷς ἀπέναντι τοῦ ἄλλου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/