ἀπανωκαύκαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκαύκαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκαύκαλο τό, Κρήτ ’πανωκαύκαλο Κρήτ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. καύκαλο.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἄνω ὄψις, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου Κρήτ. Συνών. ἀπανόψι, *ἀπανωάρις 2, ἀπανωκέρετζον, ἀπανωπετσι, κόρα. 2) Το ἄνω ὄστρακον τοῦ καρκίνου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/