βαστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαστῶ, βαστάζω Ἤπ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Σταυρ.) κ.ἀ. βαστάζου Ἤπ. Τσακων. βαστάχνω Κύπρ. βαστάγνω Κύπρ. βαστάνω Νάξ. βαστάν-νω Κύπρ. βασταίνω Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ) βαστῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ.) ’αστῶ Κάρπ. Κασ. κ.ἀ βαστοῦ Σκῦρ. βαστάω σύνηθ. βαστάου πολλαχ. βορ ἰδιωμ. καὶ Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μεσσ. Πυλ. Τριφυλ.) Μέσ. βασκει͜έμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀόρ. ἐνεργ. βάσταξα. καὶ βάστηξα. κοιν. Ἀόρ. παθ. βαστάχτηκα καὶ βαστήχτηκα. κοιν. Μετοχ βασταγμένος καὶ βαστηγμένος πολλαχ. βασταγμένους καὶ βαστηγμένους Μακεδ. κ.ἀ. βασταζούμενος Ρόδ. κ.ἀ. βαστούμενος Βιθυν. Θρᾴκ. Σίφν. κ.ἀ βαστωμένο Ἀπουλ. (Καλημ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βαστῶ, ὃ ἐκ τοῦ. ἀρχ. βαστάζω. Καὶ οἱ τύπ. βαστάνω καὶ βασταίνω μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,640 (ἔκδ. RDawkins) «οἰ πτωχοὶ οἱ. Κυπριῶτες ὅπου βασκάνουν πολλὰ» καὶ Χρον. Μορ. στ. 4751 (ἕκδ. JSchmitt) «τοῦ πρίγκιπoς τὸ φλάμουρον θέλω νὰ τὸ βασταίνω». Περὶ τοῦ τύπ. βαστάχνω–βαστάγνω ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 77.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Κρατῶ τι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Κερασ. Σταυρ.) Τσακων.: Φρ. Τὸ βαστῶ μὲ τὰ χέριˬα μου (πολὺ στερεά). Τὸν βαστῶ καλὰ ἢ γιˬὰ καλὰ (τὸν ἔχω εἰς τὴν διάθεσίν μου, τὸν κάμνω ὅ,τι θέλω). Βαστῶ τιμόνι (οἰακίζω πρὸς ὡρισμένην διεύθυνσιν, κυβερνῶ πλοῖον καὶ μεταφ. κυβερνῶ καλῶς τὰ τοῦ οἴκου) κοιν. Βαστῶ πλᾠρη (τηρῶ τὴν πρῴραν σταθερῶς πρὸς ὡρισμένην κατεύθυνσιν) Βαστῶ ὄρτσα ἢ τὰ ὄρτσα (κυβερνῶ τὸ πλοῖον ὅσον τὸ δυνατὸν ἐγγύτατα πρὸς τὴν πορείαν τοῦ ἀνέμου). Βαστῶ ἀπάνω (ἀπομακρύνομαι τόσον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου, ὅσον ἀρκεῖ νὰ μὴ ἀντηνεμηθοῦν τὰ ἱστία) σύνηθ. ᾿Εβάσταξα τὸ μωρὸν (ἔγινα ἀνάδοχός του) Κερασ. Ἐβάσταξα τὰ στέφανα τοῦ δεῖνα (ἔγινα παράνυμφος) αὐτόθ Βαστοῦσιν’ς τὰ χέρια (μαλώνουν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βαστῶ τό ὄχι (ἀρνοῦμαι) αὐτόθ. Βαστῶ ἀπάνω (φρ. ἐλλειπτική, στηριζόμενός που ἢ πιάνων τι ἀνεγείρομαι καὶ ἁπλῶς σηκώνομαι) Κρήτ. || Παροιμ. Ὅπ’ ἀκούς πολλὰ κεράσιˬα βάστα καὶ μικρὸ καλάθι (ἐπὶ ὑπερβολικῶν λόγων, ὑποσχέσεων κττ. μὴ ἀνταποκρινομένων πρὸς τὴν πραγματικότητα). Τὸ χωριˬάτη κάνεις φίλο; | βάστα καὶ κομμάτι ξύλο (ἐπὶ βαναύσου ἐν γένει ἀνθρώπου παρεκτρεπομένου ἐκ τῆς εὐγενείας εἰς τὰς μετὰ τῶν φίλων σχέσεις) κοιν. Βάστα με νὰ σὲ βαστῶ, | νὰ πᾶμε δρόμο μακρινὸ (ἐπὶ τῶν ἀλληλοβοηθουμένων) Φολέγ.-Γνωμ. Ἄς μέ βαστᾶ ἡ μάννα μου κι ἂς μὲ βαστᾷ ’ς τ' ἀγκάθιˬα σύνηθ. Κάλλιο χέρι ποῦ βαστάει, πάρα χέρι ποῦ γυρεύει Πελοπν. (Κόκκιν) 2) Φέρω μαζί μου, ἔχω ἐπάνω μου κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ.): Βαστῶ λεπτὰ-χρήματα κττ. Βαστῶ ἕνα γράμμα σου κοιν. || Φρ. Βαστᾷ τὸν παρᾶ (εἴναι πλούσιος) κοιν. Βαστᾷ κακὴ κεφαλὴ (δὲν σκέπτεται ὀρθῶς, παρεκτρέπεται) Κρήτ. (Χαν) || Παροιμ. φρ. Ἡ μάννα σου σὲ βάσταξε ἐννεˬὰ μῆνες κ’ ἐσὺ δὲ μπορεῖς νὰ βαστάξῃς λίγη ὥρα; (πρὸς τὸν ἀνυπομονοῦντα) κοιν. || Αἴνιγμ. Κορῶνα βαστεἴ καὶ κορῶνα δὲν εἶναι, ὥρα βαστεἴ καὶ ὥρα δὲν εἶναι(ὁ πετεινὸς) Ἤπ. || ᾌσμ. Τὸ δαχτυλίδι τὸ φορῶ, τὸ γκόλφι τὸ βασταίνω Πελοπν. Σοῦ τάσσω ἀπάνω ’ς τὸ χρυσὸ στέμμαν ἀποὺ βασταίνω Κρήτ. Τσαὶ ποῦ πάω, ποῦ σέρνω, ποῦ στέω, ’ς τὴν καρdιˬὰ πάντα σένα βαστῶ Ἀπουλ. β) Ἔχω κοιν.: Βαστῶ πολὺν τόπο-μαγαζὶ -φοῦρνο κττ. Τά βαστῶ τὰ χρήματα ᾿ς τὴν κάσσα μου κοιν. Τὸ δεῖνα μέρος βαστάει στοιχε͜ιὰ (εἴναι στοιχε͜ιωμένο) Πελοπν. (Γορτυν) Τὸ δεῖνα μέρος βαστάει λάβωμα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Τρίκκ.) || Φρ. Τὰ βαστᾷ τὰ ὀγδόντα (εἶναι ὸγδοηκοντούτης) ᾿Απύρανθ. || ᾌσμ. Ἕνα καράβι ἔρχεται ἀπὸ τὴν ’Εγγλιτέρρα, βαστάει καὶ 'ς τὴν πρύμνη του μιὰν ὄμορφη κωπέλλα Πελοπν. (Αἴγ.) Δυˬὸ ὀργυιˬὲς βαστάει τὸ κάτεργο καὶ τρεῖς εἶν᾿ τὰ νερά του Κέρκ. Καρδιˬὰ τοῦ γερακιοῦ βαστᾷς καὶ δὲ bορ’ ’ὰ μερώσῃς, σὲ ξένα χέριˬα δὰ μὲ δῇς καὶ δὰ τὸ μετανο͜ιώσῃς Κρήτ. Μαῦρα τὰ μάθιˬα ποῦ βαστᾷς καὶ τὰ μαλλιˬὰ ποῦ ἔχεις κ’ ἐπῆρες μού τονε τὸ νοῦ ἀπατουδὰ ποῦ στέκεις αὐτόθ. γ) Κατέχω συνήθως ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ σφετερίζεσθαι, τοῦ παρανόμως κατέχειν σύνηθ.: Βαστᾷ τὸ σπίτι μου-τὸ χωράφι μου κττ. Βαστᾷ τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιˬοῦ μου καὶ δὲ μοῦ τὸ δίνει σύνηθ. || Φρ. Ποῦ βαστᾷ καλὸ βαστᾷ (μακάριος ὁ κατέχων) Ἀπύρανθ. Ὅπο͜ιος βαστᾷ κερδίζει (ὀ κατέχων ἔχει κέρδος) Κύθν. Ἄς μοῦ βαστήξῃ τὰ δανεικὰ (ἐνν. ἐκεῖνα ποῦ δὲν τοῦ ἔδωσα, δὲν τὸν ἔχω ἀνάγκην) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) δ) Γενικῶς κατέχω κοιν.: Μὲ βαστᾷ βῆχας-κρυολόγημα-στεναχώριˬα κττ. Μὲ βαστᾷ πόνος ’ς τὰ νεφρὰ- ’ς τὴν κοιλιˬὰ κττ. Μὲ βαστᾷ θέρμη -πυρετὸς κττ. κοιν. Καράβι βαστούμενο (τὸ κατεχόμενον ἀπὸ στοιχε͜ιά, τὸ στοιχε͜ιωμένο) Θρᾴκ. ε) Κατέχω σειρὰν προτεραιότητος Νάξ.: Βαστούσανε οἱ ἄλλες τσ᾿ ἤθελα πολλὴ ὥρα νὰ περιμένω. 3) Κρατῶ τι μὲ ἐνοίκιον, ἔχω τι μισθωμένον κοιν.: Βαστῶ ἕνα δωμάτιο-σπίτι κττ. β) Προμισθώνω Λεξ. Δημητρ.: Δώσαμε καπάρρο καὶ βαστήξαμε τὸ σπίτι γιˬὰ τὸν ἐρχόμενο χρόνο. 4) Κομίζω, φέρω Κρήτ.: Εἶdα μοῦ βαστᾷς; Βάστα μου τὸ βιβλίο. 5) Λαμβάνω Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Βαστῶ τόσα τὸ μῆνα. 6) ᾿Αποκτῶ Πελοπν.: ᾎσμ. Ἐγέρασα παράκαιρα κιˬ ἀσπρίσαν τὰ μαλλιˬά μου καὶ γνῶσι δὲν ἔβάσταξα γιὰ τὰ γεράματά μου. 7) Χωρῶ Πελοπν. (Πύργος Κορινθ.): Φρ. Ἔχω πλατε͜ιὰ τοιλιˬὰ νὰ βαστᾷ πάντα (ἀνέχομαι, ὑπομένω πάντοτε). ε) Ἀκολουθῶ Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Κατὰ τὴ στράτα ποῦ βαστᾷς δὰ πάς ᾿ς τὸ διˬάολο. 9) Προσέχω Ἄνδρ. Μύκ.: Ο στσύλλος βαστᾷ μάλαξι λαοῦ (ἴχνος λαγοῦ) Ἄνδρ. Βάστα, μὴ μὲ βρέξῃς Μύκ. 10) Δὲν ἀνακοινώνω τι, ἀποκρύπτω κοιν.: Βαστῶ μυστικό. Ὅ,τι νὰ τοῦ πῇς τὸ βαστᾷ, εἶναι τάφος. Δὲν τοῦ λέω μυστικό, γιατὶ δὲ βαστᾷ τίποτε. 11) Ἐπιφυλλάσσω κοιν.: Φρ. Βαστῶ πισινὴ (ἐνν. χαρτωσιά κατὰ μεταφ. ἐκ τῆς χαρτοπαιξίας, ἤτοι λαμβάνω τὰς προφυλάξεις μου, φροντίζω διὰ τὸ μέλλον). 12) Συγκρατῶ, κωλύω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βαστῶ τὴν ἀναπνοή μου-τὰ δάκρυˬα –τὸ θυμὸ-τὴν ὀργὴ κττ. Βαστῶ τὸ κάτουρό μου. Τὰ κεραμίδιˬα δὲ βαστᾶν τὴ βροχἠ, γιατὶ εἶναι σπασμένα. Τ’ ἀπανωφόρι βαστᾷ κρύο κοιν. || Φρ. Βαστῶ τὴ γλῶσσα μου (δὲν ὁμιλῶ ἀκαίρως καὶ ἀνοήτως). Βαστῶ τὰ νεῦρα μου (δὲν ἐκδηλώνω τὴν ὀργήν μου). Πο͜ιὸς τὸν βαστᾷ ἢ ποῦ τὸν βαστᾶς! (εἴναι ἀκάθεκτος. ἀσυγκράτητος) κοιν. Βαστῶ τὴν καρδιˬά μου (ὑπομένω) Θρᾴκ. (Αἶν.) Δὲ dὸν βαστάει σίδερο (ἐπὶ τοῦ ἀσυγκρατήτου) Κεφαλλ. 13) Φυλάττω κοιν.: Ἐγὼ βαστῶ τὸ δικό μου μερίδιο. Βάστα τὰ λεπτά σου νὰ μὴν ἔχῃς κἀνέναν ἀνάγκη κοιν. || Φρ. Βάστα νά ’χῃς (ἔσο οἰκονόμος). Τοῦ βαστῶ σέβας (τὸν σέβομαι) σύνηθ. Βαστῶ λύπη -πένθος (πενθῶ) πολλαχ. Δὲ βαστᾷ τιότα μέσα του (δὲν εἴναι ἐχέμυθος) πολλαχ. Βαστῶ χατίρι τοῦ δεῖνα (τὸν σεβομαι τὸν ὑπολήπτομαι) Κύθν. Βάστα, κόρακα, τὴ χολή σου (μὴ ὑποχώρει, ἐσο σταθερὸς) Ἰων. (Κρήν.) Βάστα, γέρω, βάστα! (προτροπὴ πρὸς τοὺς γέροντας νὰ μὴ δώσουν ὅλην τὴν περιουσίαν των εἰς τὰ τέκνα των γινόμενα ἐνίοτε ἐπιλήσμονα τῶν πρὸς τοὺς γονεῖς καθηκόντων, ἀλλὰ νὰ κρατοῦν μέρος διὰ τὰ γηρατεῖα των) Σκῦρ 14) Δὲν ἀπορρίπτω, δὲν ἀποβάλλω τι, ὅπερ ἔχω, συγκρατῶ κοιν.: Ἡ μηλεˬὰ δὲ βάσταξε ὅλα τὰ μῆλα της. Δὲ βάσταξε τὸ παιδί της (ὑπέστη ἐξάμβλωσιν). 15) Τηρῶζκοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Κερασ.): Βαστῶ τὸ λόγο μου-τὴν ὑπόσκεσί μου κοιν. || Φρ. Βαστῶ τὴ θέσι μου-τὴν τιμή μου (ἀποφεύγω νὰ πράξω τι τὸ ὁποῖον δύναται νὰ μειώσῃ τὴν ὑπόληψίν μου). Βαστῶ πόζα (δεικνύω ἀγερωχίαν). Βαστῶ θυμὸ-κακία ἢ κάκια (μνησικακῶ). Τὸ βαστῶ (τρέφω πόοον ἐκδικήσεως) Βαστῶ τὴ γεˬορτὴ -τὴ νηστεία - τὰ παλα͜ιὰ-τὴ σαρακοστή κττ. κοιν. Βαστῶ τρίμερο (νηστεύω τρεῖς ἠμέρας κατ᾿ ἕθος) Σκιαθ. Βαστῶ τοὶς δρὶμες Σέριφ. || ᾎσμ. Ὦ πόσον έχει ’τί ’βὼ σ’ ἀgαπῶ, μεάλην ἀgαπη σὄχω βαστωμένα! (ὦ, πρὸ πόσου χρόνου σ’ ἀγαπῶ, σοῦ ἔχω μεγάλην ἀγάπην!) Καλημ. β) Ἐν τῇ λογιστικῇ, κρατῶ λογαριασμὸν ἢ βιβλία λογιστικὰ κοιν.: Φρ. Βαστῶ βιβλία (εἶμαι λογιστής). Βαστῶ λογαριˬασμὸ (καταγράφω τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα καὶ μεταφ. παρακολουθῶ μετὰ προσοχῆς τὰς ἀντιθέτους ἐνεργείας τινός). 16) Διατηρῶ Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. Βαστῶ δοῦλον-δούλαν κττ. Κερασ. || ᾎσμ. ’Σ τὰ δόντιˬα σέρνουν τὸ σπαθί, ’ς τὰ χέριˬα τὸ τουφέκι, θενὰ βαστάξουν πόλεμο σαράντα πέντε χρόνιˬα ἀγν τόπ. 17) Διοικῶ, κυβερνῶ κοιν.: Βαστᾷ καλὰ τὴ δουλε͜ιά του–τὸ μαγαζὶ-τὸ νοικοκυρε͜ιὸ-τὸ σπίτι του κττ. β) Συντηρῶ οἰκονομικῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βαστᾷ τὸ σπίτι μοναχός του. 18) Συντελῶ εἰς τὴν διατήρησιν πράγματός τινος, συντηρῶ τι κοιν.: Βαστῶ τὰ ροῦχα μου. Ἡ σόμπα-τὀ ροῦχο βαστᾷ ζέστη κοιν. || Παροιμ. φρ. Τὸ παλα͜ιὸ ροῦχο βαστᾷ τσαὶ τὸ καινούργιˬο (τὸ παλαιὸν ἔνδυμα ἐπιδιοορθούμενον καὶ χρησιμοποιούμενον συντελεῖ εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ καινουργοῦς) Θήρ. || Γνωμ. Ο πηλὸς βαστᾷ τὸν τοῖχο κ᾿ ἡ καλὴ μπουτσὰ τὸ γέρο Κάρπ. 19) Συνέχω, συσφίγγω κοιν.: Φρ. Μὲ βαστᾷ ἡ κοιλιˬά μου (μὲ κατέχει πόνος κοιλιακός). Μὲ βαστᾷ ἡ καρδιˬά μου (αἰσθάνομαι καρδιακὰς ἐνοχλήσεις). Μὲ βαστᾷ εὐκοιλιότητα-κόψιμο κττ. Μὲ βαστᾷ λιγοθυμιˬὰ-λιγωμάρα κττ. 20) Δέχομαι Νάξ. (Βόθρ.): Τσ’ ἐπήαινε προξενε͜ιὰ τσαὶ δὲν τὴν ἔβασταξενε. 21) Ὑποστηρίζω τι κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Οἰν.): Τὰ θεμέλιˬα βαστᾶν τὸ σπίτι. Οἱ στῦλοι βαστᾶν τὴ στέγη Δὲ μὲ βαστᾶν τὰ πόδιˬα μου κοιν. β) Μεταφ. ὑποστηρίζω τινὰ ἠθικῶς καὶ οἰκονομικῶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Ἡ δουλεία τ’ ἐχάλασεν κ’ ἐγὼ ἐβάσταξ ἀτον Κερασ. || Φρ. Βαστῶ τὰ δίκα͜ια τοῦ δεῖνα (τοῦ ἀποδίδω δίκαιον, τὸν δικαιώνω) πολλαχ. 22) Ὁδηγῶ, καθοδηγῶ σύνηθ.: Νὰ τὸ βαστᾷς τὸ παιδὶ ’ς τὸν ἴσιˬο δρόμο. 23) Χαρακτηρίζω, θεωρῶ, νομίζω Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Δὲν δανείζουν κάρβουνα, λάδι, γιˬατὶ τὸ βαστοῦσιν ἄσκημο Κύπρ. Νὰ κάθιστιίδῶ καὶ νὰ μ᾿ ἀλιμένιτι, μ᾿ ἂν δὲν ἕρτου, νὰ μὴ μὶ βαστᾶτι γιˬὰ πιθαμένουν καὶ φύιτι (ἐκ παραμυθ.) Λιβύσσ. || Γνωμ. Τὸν μαθημένον γουλιˬάριν μὲν τὸν βαστᾷς Κύπρ. 24) Ὑπομένω, ὑποφέρω τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν Σταυρ.): Δὲ βαστῶ τὰ βάσανα-τοὺς πόνους. Τὸν βάσταξα μιˬὰ δυˬό μ᾿ αὐτὸς δὲν ὑποφέρεται. Τὸ κακὸ εἶναι μεγάλο καὶ δὲ βαστε͜ιέται κοιν. || Παροιμ. Τά ’ρριξε ὁ Θεὸς τὰ βάσταξε ὁ φτωχὸς (ὅτι ὀφείλομεν καρτερικῶς νὰ ὑπομένωμεν τὰ ἀτυχήματα) Πελοπν. (Γορτυν.) Βάστα πόνον γιὰ ἰμορφκιὰν (ἐπὶ ἐνδύματος ἢ ὑποδήματος κομψοῦ μέν, ἀλλὰ στενοῦ καὶ ὀχληροῦ) Κύπρ. || ᾌσμ. Βάστα, παdέρμη μου καρδιˬά, τρομάρες, λιγωμάρες, ὅπως βαστοῦνε τὰ δεdρὰ τσοὶ ἄγριˬγιˬους βορεˬᾶδες Κρήτ. Βάσταξον, καρδ, βάσταξον κἄμποσα χρόν κιˬ ἄλλο, ὅπως βαστοῦνε τὰ ραὰ τὴν βαρυειμωνίαν ὅπως βαστοῦνε τὰ δεντρὰ τὴν παραγρανεμίαν, ὅπως βαστάζ’ ἡ θάλασσα τῆ κοσμί’ τὰ καράβ, ὅπως βαστάζ’ ὁ οὐρανὸν ἀκεῖνα ὅλα τ’ ἄστρ Σταυρ. Καὶ ἀμτβ. δεικνύω ὑπομονήν, ὑπομένω κοιν. καὶ Πόντ. (Σταυρ.): Πῶς βαστῶ μόνος ὁ Θεός, τὸ ξέρει! Βάσταξα ὅσο μποροῦσα, μὰ τὧρᾳ δὲ βαστῶ πεά. β) Ἀνέχομαί τι Ζάκ. Κρήτ. Λέσβ. κ.ἀ.: ’Èβαστῶ τὰ παράξινα Λέσβ. Δὲ θὰ βαστάξω τόσο φαρμάκι καὶ θὰ σκάσω (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. || ᾌσμ. Ἀζωdανὸ ξεχωρισμὸ δὲν εἶδα ᾿γὼ ποτέ μου, μὰ δὰ ποῦ ξεχωρίσαμε μὴ τὸ βαστάξῃς, Θέ μου! Κρήτ. Ἔλα κοdά μου, σίμωσε κι ἂν ἔχῃς πόνο, πέ μου κιˬ ἀνίσως καὶ σ’ ἀπαρνηθῶ, μὴ μὲ βαστάξῃς, Θέ μου! αὐτόθ. 25) Ἀναμένω, περιμένω τινὰ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ.) Στερελλ (Αἰτωλ.): Βαστᾶτε με Τριφυλ. Θὰ σὶ βαστάξου ἕνα χρόνου, ὕστιρα νὰ φέρ’ς τὰ λιπτά Αἰτωλ. Καὶ ἀμτβ.: Βάστα νὰ ἰδῶ Μεσσ. Βάσταξα πουλλή ὥρα Αἰτωλ. Βάστα νὰ σ’ πῶ αὐτόθ Βάστα ὥς τοὺ βράδ’ κ’ ἰγὼ θὰ ἕρτου Ἀδριανούπ. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. συγκρατοῦμαι, στηρίζομαι κοιν.: Δὲν βαστῶ ’ς τὰ πόδιˬα μου (δὲν δύναμαι νὰ σταθῶ εἰς τοὺς πόδας μου). Βαστήχτηκα ἀπὸ τὸ τραπέζι νὰ μὴν πέσω. Βαστάξου νὰ μὴν πέσῃς (κλονιζόμενος ζήτει στήριγμα) Δὲ βαστε͜ιέται ’ς τὰ πόδιˬα του ὁ ἄρρωστος-ό μεθυσμένος κττ. Τὸ μωρὸ δὲν μπορεῖ ἀκόμη νὰ βασταχτῇ ’ς τὰ πόδια. β) Μεταφ. ἐνεργ. καὶ μέσ. συγκρατοῦμαι, ἀπέχω ἀπὸ τὴν ἐκδήλωσιν ψυχικῆς τινος διαθέσεως, οἷον ἀγανακτήσεως, λύπης κττ. κοιν.: Δὲ βάσταξα πιὰ καὶ τοῦ τά ’ψαλα. Δὲ μπόρεσε πιὰ νὰ βαστάξῃ καὶ τὴν ἕπιασαν τὰ κλάματα. Βάσταξε πολλὴ ὥρα, μὰ ὕστερα ἔμπηξε τοὶς φωνές. Θύμωσα, μὰ βαστήχτηκα καὶ δὲν εἶπα τίποτε. Δὲ μπόρεσα νὰ βαστηχτῶ καὶ τὸν ἕδειρα. Δὲ βαστε͜ιέται ἀπὸ τὸ θυμό του-τὴ χαρά του κττ. Δὲ βαστε͜ιέμαι, ἄμ’ ἀκούσω τὰ παράξενα. 2) Ἀντέχω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Δὲ βαστῶ ’ς τὴ ζέστη–’ς τὸ κρύο-’ς τοὺς πόνους κττ. Τό καράβι βαστᾷ ’ς τὴ φουρτούνα κοιν. ’Κ’ ἐπορῶ νὰ βαστῶ ’ς ἀΐτικον πόνον Κερασ. β) Ἀντέχω εἰς βάρος, πίεσιν κττ. κοιν.: Βαστᾶν τὰ γόνατά μου-τὰ πόδιˬα μου-τὰ χέριˬα μου. || Φρ. Βαστοῦν τὰ κότσια μου (ἔχω τὸ σθένος νὰ πράξω τι). Δὲ βαστῶ πεˬά! (ἔνεκα ὑπερβολικῆς κοπώσεως ἢ σωματικῆς ἐξαντλήσεως) κοιν. Βάστα, ἔρω, βάστα (προτροπὴ πρὸς βοῦν ἀροτῆρα ἢ ὑποζύγιον) Νάξ. γ) Ἔχω ἠθικὴν ἀντοχήν, τόλμην, θάρος, ἀποφασιστικότητα κττ. κοιν.: Φρ. Βαστᾷ ἡ καρδιά μου. Ἄν σοῦ βαστᾷ! (κατ᾿ ἔλλειψιν τοῦ: ἡ καρδιˬά, ἤτοι ἂν τολμήσῃς). Τοῦ βαστᾷ (τολμᾷ). Ὅσο βαστᾷ ἡ ψυχή του (ὅσον τοῦ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησις). Βάστα, καρδιά, βάστα (προτροπὴ πρὸς ἐγκαρτέρησιν). δ) Τολμῶ σύνηθ.: Ἄν βαστᾷς, κάνε το. Ἄν βαστᾷς, πήγαινε μόνος σου. 3) Μένω εἰς τὴν φυσικήν μου κατάστασιν, δὲν ὑπόκειμαι εἰς ἀλλοίωσιν, διατηροῦμαι κοιν.: Βαστᾷ τὸ χρῶμα. Βαστᾷ τὸ κρέας-τὸ ψάρι κττ. (δὲν ἤρχισεν ἀκόμη ν’ ἀποσυντίθεται ἢ δὲν ἔχει ἀκόμη βράσει). Βαστᾶν τὰ μῆλα-τὰ πεπόνιˬα-τὰ σταφύλιˬα κττ. (δὲν ἔχουν ἀκόμη ὡριμάσει ἢ δὲν ἤρχισαν ἀκόμη νὰ σήπωνται). Βαστᾷ' τὸ κρασὶ (δὲν ξινίζει). Βαστᾶν τὰ ρεβίθιˬα-οἱ φακὲς-τὰ φασόλιˬα κττ. (ἀντέχουν ἀκόμη εἰς τὴν βράσιν, δὲν ἔχουν βράσει). Βαστᾷ τὸ ψωμὶ (δὲν ἔχει ἀκόμη ψηθῆ) κοιν. Βαστᾷ ἡ σταφίδα (δὲν ἔχει ἀκόμη ξεραθῆ) Πελοπν (Κορινθ.) κ.ἀ. Βαστούμενο φροῦττο (ἄωρον ἔτι) Σίφν. 4) Ἀντέχω εἰς τὴν φθορὰν κττ., διατηροῦμαι κοιν.: Βαστᾷ ἀκόμη τὸ παννὶ-τὸ ὕφασμα κττ. Βαστᾶν τὰ παπούτσια-τὰ ροῦχα κττ. Βαστᾷ ἡ κλωστὴ-ό σπάγγος. Βαστᾷ τὸ πάτωμα-ό τοῖχος. 5) Δὲν ὑπόκειμαι εἰς μείωσιν ἢ αὔξησιν σύνηθ.: Βαστᾷ ἡ τιμὴ τοῦ λᾳδιοῦ ἢ τὸ λάδι βαστᾷ. 6) Ἐνεργ. καὶ μέσ. συγκρατοῦμαι οἰκονομικῶς κοιν.: Ὁ δεῖνα ἔμπορος ζημιώθηκε πολύ, βαστᾷ ὅμως ἀκόμα. Βαστήχτηκε ὁ δεῖνα (δὲν ἐχρεωκόπησεν). 7) Διαρκῶ κοιν.: Βαστᾷ ἀκόμα ὁ ἥλιˬος-ἡ μέρα-ἡ νύχτα. Βαστᾷ χρόνιˬα ὁ θυμός του. Βάσταξε πολὺ τὸ κακὸ-ὁ πόλεμος-ὁ καλὸς καιρὸς-ὁ λόγος –τὸ γλέντι-ἡ ἀρρώστιˬα κττ. Βάσταξαν πολὺ τ’ ἀχλάδιˬα-τὰ σταφύλιˬα κττ. (ὑπῆρξαν ἄφθονα καὶ διήρκεσαν πολύ). β) Ζῶ κοιν.: Βαστᾷ ἀκόμα ὁ δεῖνα. Εἶναι ἓτοιμοθάνατος, βαστάει δὲ βαστάει δυˬὸ ὧρες. 8) Ἔχομαί τινος, κρατοῦμαί τινος Τῆλ. Χίος: ᾌσμ. Βρίσκει τὴν κόρην Ἀρετὴ καὶ ’ς τὸν χορὸν ἐβάστα (βαστῶ ’ς τὸν χορὸν=χορεύω) Τῆλ. ’Σ τὴν μέσην τῶν εὐγενικῶν βαστᾷ χωριˬατοπούλλα, ὁ βασιλὲς περαστικὸς ἀποθαμάστηκέ την (τὸ βαστᾷ κατ’ ἔλλειψιν τοῦ ᾿ς τὸν χορὸν) Χίος. 9) Ἕλκω τὸ γένος, κατάγομαι κοιν.: Φρ. Βαστᾷ ἀπὸ γενεά-ἀπὸσόι (ἐπὶ εὐγενοῦς καταγωγῆς). Πο͜ιὸς ξέρει ἀποποῦ βαστᾷ ἡ σκούφιˬα του; (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγνώστου καταγωγῆς).Συνών. ἀποσέρνω 8, κρατῶ, σέρνω. 10) Ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου, σηκώνομαι Κρήτ.: Βάστα νὰ φύγωμε. 11) Σταματῶ σύνηθ.: Βάστα μιˬὰ στιγμή. 12) Ἐπιμένω Χίος: Γνωμ. Αὐτοῦ ποῦ βαστᾷς βάστα καὶ πάντα ἀλήθεια νά ’χῃς (παρότρυνσις πρὸς ἐμμονὴν εἰς γνώμην Θεωρουμένην ἀληθῆ). Γ) Μέσ. 1) Συγκρατοῦμαί που, δὲν ἐγκαταλείπω τὴν θέσιν μου ἢ δὲν ὑποχωρῶ σύνηθ.: Ὁ στρατὸς βαστε͜ιέται’ς τὴ θέσι του. 2) Δὲν καταπίπτω σωματικῶς, διατηροῦμαι ἀκμαῖος κοιν.: Ἄν καὶ ἠλικιωμένος ὁ δεῖνα, βαστε͜ιέται καλά. Μ’ ὅλα τὰ γεράματα βαστε͜ιέται͵ νὰ μὴ βασκαθῆ! 3) Ὑφίσταμαι Μῆλ.: ᾎσμ. Σταυρέ, πῶς τὸ δυνάστηκες, ξύλο, πῶς τὸ βαστάχτης νὰ σταυρωθῇ ἐπάνω σου ὁ ποιητὴς τοῦ κόσμου; 4) Εἶμαι ἀνεκτὸς Λεξ. Δημητρ.: Δὲ βαστειέσαι μὲ τοὶς ἰδιοτροπίες σου. Συνών. ὑποφέρομαι (ἰδ. ὑποφέρω). 5) Εἶμαι εὔπορος κοιν.: Βαστε͜ιέται ὁ δεῖνα κοιν. || Φρ. Βαστε͜ιέται ἀπὸ παράδες (εὐπορεῖ) Ἄνδρ. Μετοχ.=εὔπορος, πλούσιος Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Ρόδ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/