ἀσπρούλλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρούλλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπρούλλης ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ -ούλλης.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὑπόλευκος σύνηθ.: ᾎσμ. Τὰ βυζάκιˬα σου τ’ ἀσπρούλλιˬα | ποῦ ’ν’ αὐγερινὸς καὶ πούλε͜ια ΑΟἰκονομίδ. Τραγούδ. ᾿Ολύμπ. 152. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρουλλιˬάρικος 1. β) Χλομός: Εἶναι ἀσπρούλλης ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα Λεξ. ΜἘγκυκλ. 2) Πολὺ λευκὸς Πόντ. (Οἰν.) Συνών. ἀσπρουλλιάρικος 2. Β) Οὐσ. 1) Εἶδος σταφυλῆς Θήρ. 2) Πληθ. ἀσπρούλλια, τὰ ἐσώρρουχα Πελοπν. (Μάν.): Τ᾽ ἀσπρούλλιˬα τὰ βάλαμε bουγάδα. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Θηλ. Ἀσπρούλλω ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3,33, Ἀσπρούλλα ὄν. ἀγελάδος Θρᾴκ. (Τσακίλ.) ὡς ἐπών. Κάρπ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσπρούλλιν ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/