ἀσπρουλλιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρουλλιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπρουλλιˬάζω Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπρουλλός.
Σημασιολογία
Ἀποκτῶ χρῶμα ὑπόλευκον, ἐπὶ ἐνδυμάτων ἰδίως τὰ ὁποῖα διὰ τῆς πλύσεως ἀποβάλλουν τὸ πρότερον χρῶμά των ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ φόρεμα ἀσπρουλλιˬάζει Λακων. Συνών. ἀσπρογανιˬάζω 2, ξεβάφω, ξεθωρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA