γκιˬουμρούκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬουμρούκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬουμρούκι τό, ἐνιαχ. γκιˬουμπρού᾽ Βιθυν. Σκίαθ. gιˬουbρού᾽ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γιˬουμρούκι Κρήτ. γιˬουμουρούκι Κρήτ. γκιˬομπρούκι Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) γιˬουbρούκι Κρήτ. γιˬουμπρού᾽ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γιˬομπρούκι Μεγίστ. - Λεξ. Γαζ. γιμουρούκι Κρήτ. τιbρούκι Κρήτ. ᾽ιμπρού᾽ Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gümrük = τελωνεῖον.
Σημασιολογία
1) Τελωνεῖον ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆγα ἰχτὲ ᾽ς τοῦ γιμπορύ᾽ Θεσσ. Τσαγκαρ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀπ᾽ τοὺ γιˬουμπρού᾽ ἀπέρασαν μὶ γἥλιˬου μὶ φιγγάρι Δ. Μακεδ. Συνών. ντουάνα, τελωνεῖο. 2) Τὸ πληρωθὲν τέλος, τελωνειακὸς δασμὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) - Λεξ. Γαζ.: Παίρνω τὸ γιˬομπρούκι Λεξ. Γαζ. β) Φόρος δεκάτης οἴνου Μακεδ. (Κοζ.) 2) Εἱρκτὴ Στερελλ. (Αἰτωλ): Τοὺν ἔστ᾽λαν ᾽ς τοῦ γιˬουμπρουλού᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA