γουρουνοκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουρουνοκέφαλος ἐπίθ. ἑνιαχ. γουρ᾽νοτσέφαλος Εὔβ. (Κουρ.) γουρ᾽νουκέφαλους Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) Στερελλ (Σπάρτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρονοκέφαλο.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων κεφαλὴν ὡς ἡ τοῦ χοίρου, ὑβριστικῶς Εὔβ. (Κουρ.) Μακεδ. (Δαμασκ.): Πωπώ! ἕνας γουρ᾽νοτσέφαλος! Κουρ. 2) Ὁ ἰσχυρογνώμων Μακεδ. (Βόιον) Στερελλ. (Σπάρτ. κ.ἀ.): Ἰκε͜ιὸς εῖι dίπ γουρ᾽νουκέφαλους, δὲν ἀκούει κανένα Σπάρτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA