γκιˬούρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬούρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκιˬούρικος ἐπίθ. ἐνιαχ. gιˬούρ᾽κους Θρᾴκ. (Σουφλ.) Οὐδ. gιˬούρ᾽κου Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gür = ἄφθονος καὶ τῆς καταλ. –ικος κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ συνών. μπόλικος.
Σημασιολογία
Ὡς οὐσ. 1) Ἀρσεν, παχεῖα σκιά: Ἔλα νὰ κάτσουμι ᾽δῶ πού ᾽νι gιˬούρ᾽κους. 2) Οὐδ, δένδρον παρέχον παχεῖαν σκιάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA