γουρουνοκλαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοκλαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρουνοκλαίω ἑνιαχ. γουρ᾽νουκλαίου Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) γουρ᾽νιˬουκλαίου Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τοῦ ρ. κλαίω.
Σημασιολογία
Κλαυθμυρίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Εῖντά ᾽χει τὸ παιδὶ τσαὶ γουρ᾽νουκλαίει σήμερις οὕλ-λη τὴν ἡμέρα; Εὔβ. (Κουρ.) Εῖντά ᾽χεις καὶ γουρ᾽νιˬουκλαίεις, βρὲ χουλιριˬάρ᾽κου; αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA