ἀσπρουλλιˬάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρουλλιˬάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπρουλλιˬάρικος ἐπίθ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) Σύμ. - ΓΞενοπ. Τρίμορφ. γυν.2 39 ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 453 - Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. ΜἘγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀσπρουλλιάρικους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀσπρουλλιˬάρ’κους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀσπρουλλιάρικο οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ἀσπρουλλιάρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὑπόλευκος ἔνθ' ἀν.: Χρῶμ’ ἀσπρουλλιˬάρικο Κέρκ. Ἀσπρουλλιάριˬκο ὕφασμα Λεξ. ΜἘγκυκλ. ἀσπρουλλιˬάρικο μελάνι Λεξ. Πρω. Ἀσπρουλλιˬάρικοι λεκέδες ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Ἀσπρουλλιˬάρικη θωρˬιὰ ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσπρᾶτος 1, ἀσπρειδερός, ἀσπρειδής, ἀσπρέλλικος, ἀσπρούδης, ἀσπρουδιˬάρις, ἀσπρούδικος, ἀσπρούλλης Α 1, ἀσπρούλλιˬαβος, ἀσπρούλλιˬακας, ἀσπρουλλιˬάρις 1, ἀσπρούλλικος, ἀσπρουλλός, ἀσπρούτσικος, ἀσπρωτός. 2) Ὁ λίαν λευκὸς ἢ ὁ πέρα τοῦ δέοντος λευκὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ.: Ἀσπρουλλιˬάρικο παιδί. Συνών. ἀσπρουλλιˬάρις 2, ἀσπρούλλης Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/