γκλάβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλάβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκλάβα ἡ, σύνηθ. gλάβα Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἀστυπ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κύθηρ. Λέσβ. Λῆμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων. Ξήροκ.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) Τῆν. (Κτικ. Φαλατ.) κλάβα Κρήτ. Κύπρ. (Λεμεσ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) γλάβα Πελοπν. (Μεσσήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. glαvα = κεφαλή. Πβ. G. Meyer, Neugr. Stud., 2, 21.

Σημασιολογία

1) Ἡ κεφαλὴ συνήθ.: Θὰ σ᾽ δώσου καμμιˬὰ ᾽ς τ᾽ gλάβα σ᾽ Τῆν. (Φαλατ.) Γκλάβα ἔχεις μὰ δὲν ἔχεις καὶ μυˬαλό. Σίφν. Ἤπισι χάμου κ᾽ ἤσπασι τ᾽ gλάbα τ᾽ Τῆν. || Ποίημ. Ποτὲ μυˬαλὸ δὲν μπόρεσα ᾽ς τὴ γκλάβα του νὰ βάλω Γ. Σουρῆς, Ρωμ. ἀρ. 289. Συνών. καύκαλο, κεφάλι, κουτούκι, κούτρα, ξερὸ (εἰς λ. ξερός). β) Συνεκδ., ὁ νοῦς συνήθως ὁ πείσμων καὶ δύσνους σύνὴθ.: Τί λέει καὶ σένα ἡ γκλάβα σ᾽; (συνών. μὲ τὰς φρ. Τί λέει τὸ ξερό σου; Τί λὲς καὶ σύ;) Εὔβ. (Ψαχν.) Δὲν ἔ᾽ γκλάβα ντὶπ ἡ θυχατέρα σ᾽ ἡ τρανὴ Μακεδ. (Βρία) Εἶdα gλάβα ᾽ν᾽ εὐτῆ bοὺ τὴν ἔχεις καὶ δὲν ἀκοῦς καθόου; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ πιδιˬὰ πρέπει νὰ πααίν᾽ν ᾽ς τοὺ δάσκαλου γιˬὰ νὰ βάλ᾽ν γκλάβα Μακεδ. (Δεσκάτ.) || Φρ. Δὲν κόβει – κατεβάζει - παίρνει ἡ γκλάβα του (= δὲν ἐννοεῖ εὐκόλως) σύνηθ. Συνών. φρ. δὲν κόβει τὸ ξερό του! Δὲν τὸ χωράει ἡ γκλάβα μου ἐνιαχ. Κάνε ὅ,τι κόψῃ ἡ γκλάβα σου Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Τί χοντρὴ γκλάβα πού ᾽χεις! (ἐπὶ δύσνου) Εὔβ. (Κάρυστ.) Μεγάλη γκλάβα! (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Λεξ. ᾽Èγ-γυρίζει ἡ γκλάβα σου μὲ κανέναν τρόπο! (ἐπὶ πείσμονος ἀνθρώπου. συνών. μὲ τὰς φρ. ἀγύριστο κεφάλι - δὲν γυρίζει τὸ ξερό του) Εὔβ. (Κουρ.) Ποῦ τ᾽ bᾶς τ᾽ γλάβα; (πῶς συμπεριφέρεσαι τόσον ἀνοήτως;) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Καθένας μὲ τὴ γκλάβα του (= ἕκαστος σκέπτεται καὶ ἐνεργεῖ συμφώνως πρὸς τὰς προσωπικάς του ἀντιλήψεις) Πελοπν. (Δημητσάν.) Συνών. κόκα, κούτρα, μυˬαλό, ξερὸ (εἰς λ. ξερός). 2) Ἀσθένεια τοῦ ἐγκεφάλου, παραφροσύνη Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν.): Τοῦ ᾽ρθε γκλάβα Γορτυν. Νὰ σοῦ ᾽ρθῃ γκλάβα! (ἀρὰ) Ἀρκαδ. Νά! Κακὴ γκλάβα νὰ σοῦ ᾽ρθῃ! (ὁμοίως) Γορτυν. Συνών. ζούρλα, λόξα, τρέλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/