γουρουνομαθαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνομαθαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρουνομαθαίνω Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μετοχ. γουρ᾽νομαθημένος Πάρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. κ.ἀ.) γ᾽ρουνουμαθ᾽μένους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τοῦ ρ. μαθαίνω.
Σημασιολογία
Δίδω κακὴν ἀνατροφὴν εἴς τινα ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴ dὰ γουρουνομαθαίνῃς τὰ παιδιˬά ζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ μετοχ. ἐπιθετ., ὁ ἔχων κακὴν ἀνατροφήν, ὁ ἀγενῆς Πάρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κίτ. Μάν. κ.ἀ.): Τό ᾽χει γουρουνομαθημένο τὸ παιδί της Κίτ. Μάν. Εἶναι πολὺ γουρουνομαθημένο παιδί, σἄdι δὲ ζῇ μ᾽ ἀdρώπους ἀλλὰ μὲ γουρούνιˬα (σἄdι δὲ ζῇ = σὰν νά μὴ ζῇ) αὐτόθ. Τά ᾽χει τὰ παιδιˬά της γουρ᾽νομαθημένα Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA