γκλιγκλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκλιγκλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκλιγκλίζω Λ. Μαβίλ., Ἔργα, 40 Γ. Σουρῆς, Ρωμ., 112 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Παράγω λεπτὸν μεταλλικὸν ἦχον Γ. Σουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Σπαθάκιˬα ἐμπροστά μου σὰν γκλιγκλίζουνε Γ. Σουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἐπὶ θροΐσματος τοῦ ἀνέμου Λ. Μαβίλ. ἔνθ᾽ ἀν.: ἐγκλίγκλισε κιˬ ὁ ἀέρας Συνών. γκλαγκλανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA