βατραχάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατραχάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατραχάκι τό, κοιν. βατραχά’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βατραχάτσι πολλαχ. βατραχάτσ’ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. βαθρακάκι σύνηθ. βαθρακά’ βόρ. ἰδιώμ. βαθρακάγι Εὔβ. (Κουρ.) βαθρακάτσι πολλαχ. βαθρακάτσι ἐνιαχ. σφαρδακλάκι Πελοπν. (Κόκκιν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βατράχι ἢ βάτραχος διὰ τῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς βάτραχος κοιν. Συνών. βατράχ 1, βατραχόπουλλο, βατραχούδι, βατραχούλλα. 2) Εἶδος φυτοῦ Πελοπν (Μεσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/