βατράχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατράχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατράχι τό, κοιν. βατρά’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαθράκι σύνηθ. βαθρά’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαθράτσι πολλαχ. βραθάκι Βιθυν. βοθράκι Βιθυν. ᾿οθράτσιν Κύπρ. ’οθράτιν Κύπρ. βορθάκι ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 49 βορτάτιν Κύπρ. βουτράκιου Ἀπουλ. φαρτάκι Καππ. (Τελμ.) bοθράκι Κεφαλλ. σφαρδάκλι Πελοπν. (Γορτυν. ’Ολυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βατράχιον.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς βάτραχος πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βατραχάκι. β) Βάτραχος (ἄνευ σημ. ὑποκοριστικῆς) κοιν.Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀττικ. 2) Ρομβοειδὲς τεμάχιον ὑφάσματος ραπτόμενον εἰς τὴν μασχάλην τῶν ἐνδυμάτων ἢ τὸν καβάλλον τῶν περισκελίδων Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. Κύπρ. Μακεδ. κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. άμασκαλίδι 1. 3) Ἱστίον ἔχον σχῆμα ρομβοειδὲς Ναύστ. 4) Μικρὸν τραπεζομάνδηλον τὸ ὁποῖον στρώνεται μόνον δι᾿ ἓν ἄτομον Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/