γουρουνόπετσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόπετσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνόπετσα ἡ, ἐνιαχ. γουρ᾽νόπετσα Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Παιδεμέν κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ πέτσα.

Σημασιολογία

1) Τεμάχιον χοιρείου κρέατος μετὰ τοῦ ἀπετριχωμένου δέρματος ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ χορτάσῃ τ᾽ ἄντερό σου οὕλου γουρ᾽νόπετσα τώρα τὶς Κρεατινὲς (τὰς δύο ἑβδομάδας τῶν Ἀπόκρεων) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γουρουνοτσιγαρίδα, τσιγαρίδα, σύγλινο. 2) Ὁ ἀγροῖκος, ὁ ἀναιδής, ὁ ἀναίσχυντος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔναι ᾽φτοῦνος ᾽φτοὕ μνιˬὰ γουρ᾽νόπετσα! Πελοπν. (Μαργέλ.) Συνών. εἰς λ. γουρουνάνθρωπος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/