γκολιˬαβαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκολιˬαβαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκολιˬαβαριˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γκουλιˬομπαριˬὰ Θρᾴκ. (Καρωτ.) κουλουμπαριˬὰ Μακεδ. (Λαγκαδ.) κουλ᾽μπαριˬὰ Μακεδ. (Δρυμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκολιˬάβαρος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κουλόμπαρος.

Σημασιολογία

Γυμνότης ἔνθ᾽ ἀν.: Παρ᾽ τοὺ σιˬάλι μ᾽, μουρή, νὰ σκιπά᾽ῃς ντ᾽ κουλουμπαριˬά σ᾽ Μακεδ. (Λαγκαδ.) Ποὺ ᾽ν κουλ᾽μπαριˬά τ᾽ τό ᾽παθι Μακεδ. (Δρυμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/