βατραχούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατραχούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βατραχούδι τό, ἀμάρτ. βαθρακούδι ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 48 βαρτακούδιν Κύπρ. βοθρακούδι ΓΧατζιδ. ἕνθ’ ἀν. 49 βορτακούδιν Κύπρ. bοθρακλούδι Κεφαλλ. φορτακλούι Ρόδ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βατράχι ἢ βάτραχος διὰ τῆς καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
1) Βατραχάκι 1 ὃ ἰδ.͵ ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ φυτὸν βατραχίλα, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA