βατραχόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατραχόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατραχόχορτο τό, Λεξ. Βυζ. βαθρακόχορτο Λεξ. Βλαστ. φορdακλόχορτο Ρόδ. βατραχοχόρτι Κζαβίρ. Βοταν. 10.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βατρὰχι ἢ βάτραχος καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Βατραχίλα, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/