γκολιˬαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκολιˬαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκολιˬαριˬὰ ἡ, Ἤπ. (Κεστόρ.) - Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 12 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκόλιˬαρος.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Σαπωναρία ἡ φαρμακευτικὴ (Saponaria officinalis) τὴς οἰκογ. τῶν Καρυοφυλλιδῶν (Caryophyllaceae) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. καλοστρούθι, σαπουνόρριζα, σαπουνόχορτο, τσουένι, χαλβαδόρριζα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/