βατραχόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατραχόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατραχόψαρο τό, Πελοπν. (Πάτρ.) βαθρακόψαρο Λεξ. Βυζ. Βλαστ. βαρθακόψαρο ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 58.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βατράχι ἢ βάτραχος καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

Ὁ ἰχθὺς λοφίας ὁ ἁλιεὺς (lophias piscatorius) τῆς οἱκογενείας τῶν βατραχιδῶν (batrachidae), τῆς τάξεως τῶν λοφιιδῶν (lophiidae). Συνών. βάτραχος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/