βάτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάτσα ἡ, (II) Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Κλάδος μύρτου χρησιμεύων ὡς βαΐον διὰ τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων: ᾎσμ. Βάτσα βάτσα τοῦ Βαιˬοῦ | τσ’ ὥς τὴν ἄλλη Κυριακὴ μὲ τὰ κότσινα τ’ ἀβγὰ | τσαὶ μὲ τ’ ἄσπρα τἀ χλωρά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA