γουρουνόσκαμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόσκαμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνόσκαμμα τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νόσκαμμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 26.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ σκάμμα.

Σημασιολογία

Ἡ ἐλαττωματικὴ προσαρμογὴ τοῦ ὑνίου ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, ἔνθ᾽ ἀν.: Μπήγεται μπηχτοκέφαλα ᾽ς τὴ γῆ τὸ γυνὶ καὶ ἀδύνατο εἶναι νὰ σύρουν τὰ βόδιˬα τὸ ἀλέτρι· σὲ μερικὰ χωριˬὰ λένε τὸ ἐλάτωμμα αὐτὸ γουρ᾽νόσκαμμα Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/