βατσέλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατσέλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατσέλλι τό, Ἀνάφ. Ζάκ. Θήρ. ᾽Ιθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Πάρ. Πατμ. Πελοπν. Σέριφ. Σίφν. Στερελλ (Αἰτωλ) κ.ἀ βατσέ' Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βατσέλλι ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vascellum.

Σημασιολογία

1) Λεκάνη συνήθως ἐκ χαλκοῦ Κέρκ. Κῶς Πάρ. Πάτμ. κ.ἀ.: Παροιμ. φρ. Νά ᾿χῃς τὀ ἀργυρὸ βατσὲλλι καὶ νὰ φτύνῃς μέσα (νὰ ἔχῃ τις χρήματα χωρὶς ὑγείαν) Πάρ.Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πόλεμ. Τρῳάδ. στ. 768 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 209) «δύο βατσέλλια εὐγενικά, τὰ λέγουσι λεκάνας,|ἕβαλαν, ἐγεμίσασιν βαλσαμόλαιον ἔσω». 2) Δίσκος ἐν γένει, οἶον ἐκκλησίας κτλ ᾽Ανάφ. Ζάκ. Θὴρ. Σέριφ Σίφν. 3) ’Αγγεῖον ὕδατος κττ. Κέρκ. Πελοπν. κ.ἀ. 4) Δεξαμενὴ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 5) Μέτρον χωρητικότητος ἰδίως δημητριακῶν καρπῶν Ζάκ Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. Στερελλ (Αἰτωλ.) 6) Μέτρον ἐκτάσεως Ζάκ. ᾿Ιθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/