βάτσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάτσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βάτσης ἐπίθ. Κρήτ. Θηλ. βάτσα Κάλυμν. Κρήτ. Βατσὲ Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Ὁ ΣΞανθουδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918) 291 σχετίζει τὸ ἐξ αὐτοῦ παράγωγον βάτσικος πρὸς τὸ βάτσινο, τὸν καρπὸν τῆς βάτου.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων μικρὰ ὦτα, ἐπὶ προβάτων καὶ αἰγῶν ἐν γένει. Καὶ χλευαστικῶς ἐπὶ άνθρώπου. Συνών. βάτσικος. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA