γκολιˬοσάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκολιˬοσάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκολιˬοσάνι τό, ἐνιαχ. γκουλιά᾽ Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. gulişάnu = γυμνός.

Σημασιολογία

Τὸ νεογέννητον βρέφος ὡς ἄτριχον Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) β) Ὁ μὴ ἔχων ἀκόμη πτερά, ἄπτερος, ἐπὶ πτηνῶν Θρᾴκ. (Ἀμόρ.): Τὰ λελεκούδιˬα εἶνι γκουλιάνιˬα. Συνών. βλ. Είς λ. γκολιˬανάρι 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκουλιˬαάνους Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/