γκόλφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκόλφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκόλφι τό, ἐγκόλπιον λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. ἐγκόλπιο λόγ. σύνηθ. ἐνgόρπιˬο Κρήτ. ἐgόρπιο Κρήτ. ἐγκόλπιν Πόντ. ἐγκόρπι Ἴος ἐgόρπι Κῶς ἐγκόλφιον Πόντ. (Ἰνέπ.) -Λεξ. Βάιγ. ἐγκόλφιο Πόντ. (Ἰνέπ. κ.ἀ.) ἐγκόλφι Ἴος Πόντ. (Τρίπ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) - Λεξ. Βυζ. ἐνgόλφι Κῶς ἐgόλφ᾽ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἐγκόρφιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐγκόρφι Ἴος - Λεξ. Βυζ. (εἰς λ. ἐγκόλφι) ἐgόρφι Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἐν-γκόρφι Κάρπ. Ρόδ. ἀγκόλφι Ἤπ. (Παργ. κ.ἀ.) ἀγκόλφ᾽ Ἤπ. ἀgόλφ᾽ Ἤπ. (᾽Ιωάνν.) Σαμοθρ. ἀγκόρφιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγκόρφι Ἰκαρ. ἀνγκόρφι Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάσ. Μεγίστ. Ρόδ. Τῆλ. ἀgόρφιν Σύμ. ἀgόρφι Σάμ. γκόλπι Νίσυρ. Πελοπν. (Ξηροκ.) γκόλφιο Ρόδ. γκόλφι κοιν. γκόλφ᾽ Ἤπ. (Μελιγγ. Πλατανοῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Περίστ.) gόλφι Ἄνδρ. Ἰθάκ. Κέως Λευκ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἄ.) gόλφ᾽ Σάμ. γκόρφιν Ἴος Λυκ. (Λιβύσσ.) γκόρφιο Ρόδ. κόρφος Κέρκ. γκόρφι σύνηθ. gόρφι Θήρ. Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gόρφ᾽ Μύκ. κόλπιος Πόντ. (Χαλδ.) κόρφιν Κύπρ. κόρφι Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γκόλφα ἡ, Πελοπν. (Ἑρμιόν.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐγκόλπιον. Ὁ τύπ. ἐγκόλφιον καὶ εἰς Σομ. Ὁ τύπ. ἐγκόλφιν καὶ εἰς Ἐρωτοπαίγνια, στ. 562 (ἔκδ. Hesseling - Pernot, σ. 48) καὶ εἰς Διγεν. Ἀκρίτ., στ. 996 (Λαογρ. 3 (1911), 581). Ὁ τύπ. ἐγκόρφιν καὶ εἰς Θανατ. Ρόδ., στ. 130 (ἔκδ. Wagner, σ. 36). Ὁ τύπ. γκόλφι καὶ εἰς ᾽Ερωφίλ. Α 340 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδίδ.). Ὁ τύπ. ἀγκόρφιν καὶ εἰς προικοσύμφωνον τοῦ 18ου αἰ. ἐκ Συμης.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Γυναικεῖον καὶ σπανίως παιδικὸν κόσμημα τοῦ στήθους ἀργυρὸν ἢ χρυσόν, ὡς σταυρός, νόμισμα κ.τ.τ., ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸν τράχηλον σύνηθ. καὶ Πόντ.: Φόρ᾽γιˬε πιˬὰ ᾽κεῖ κάτι γκόλφιˬα καὶ κάτι σταυροὺς καὶ καμάρωνε οὕλη Πελοπν. (Βερεστ.) Τοῦ πῆραν τὰ σκουτιˬὰ ὅλα ἀπὸ τόσο πρᾶμα καὶ τὰ ᾽κάναν ἀγκόλφι, γιˬατ᾽ ἦταν ἅγιˬος Ἤπ. (Πάργ.) Νὰ τοὺν εἰπῇς, νὰ σὶ φκε͜ιάσ᾽ ἕνα ἐgόλφ᾽ νὰ ἔ᾽ τοὺν ἥλιˬου (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μὲ τὰ κίτρινα φακιˬόλιˬα καὶ τὰ λαμπρὰ γκόλφιˬα τους Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. Πλώρ., 80. Τὴν ὥρα ποὺ ἔρχονται οἱ φίλοι καὶ κερνᾶνε τὸ γαμπρό, ρίχνοντας ἀσημένια γκόλφια ᾽ς τὸ λαιμό του, τότε τραγουδοῦν τὸ κέρασμά του Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. κι ἀντίλογ., 78 || ᾌσμ. Νὰ φκε͜ιάσω εἰκόνα καὶ σταυρὸ κ᾽ ἕνα ἀσημένιˬο γκόλφι (μοιρολ.) Ἰθάκ. Κάμε μου κόρφιˬα δεκοχτὼ καὶ δαχτυλίδιˬα τριάdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θὰ στείλω τη ᾽ς τὸ χρυσικό, νὰ μοῦ dηνε χρυσώσῃ, νοὶ φκε͜ιάξῃ gόλφι καὶ σταυρὸ κ᾽ ἕνα χρυσὸ κουbάκι (μοιρολ.) Ἰθάκ. Τσαὶ θὰ σοῦ στείλω τὸ πρωὶ ἕνα δραμάτσ᾽ ἀσήμι νὰ κάμῃς γκόρφι τσαὶ σταυρὸ τσ᾽ ἀργυροδαχτυλίδι, τὸ γκόρφι νὰ τὸ προσκυνᾷς τσαὶ ᾽ς τὸ σταυρὸ νὰ ᾽μώνῃς (᾽μώνῃς = ὁρκίζεσαι) Σκῦρ. Ὦ χρουσοχὲ περίχρουσε, πολλῶ χρονῶν ἀάπη, κάμε μου γκόρφι καὶ σταυρὸ κιˬ ἀργυροαχτυλίι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τὸν χρυσορρὴν νὰ δίγ᾽ ᾽ατο κιˬ ἀτὸ νὰ λογαρζῃ νὰ κάμ᾽ ἐγκόλφιν καὶ σταυρόν, πανούραιον δαχτυλίδιν (χρυσορρὴς = χρυσοχόος, δίγ᾽ = δώσω, λογαρζω = χρυσώνω, πανούραιον = πανώριον) Πόντ. (Τρίπ.) Συνών. ἐγκόλπιο, μενταγιόν. β) Ἐγκόλπιον ἐπισκόπου, ἢτοι μικρὰ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, σχήματος σφαιρικοῦ ἢ ἐλλειψοειδοῦς ἐπὶ σμάλτου ἢ πολυτίμου μετάλλου κεκοσμημένη πέριξ διὰ λίθων πολυτίμων ἢ ἠμιπολυτίμων, τὴν ὁποίαν ἱερουργῶν φέρει ὁ ἀρχιερεὺς ἐπὶ τοῦ στήθους, ἐξηρτημένην ἀπὸ τοῦ τραχήλου δι᾽ ἁλύσεως Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἀστυπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πάτμ. Σάμ. Τῆλ. -Λεξ. Βλάστ. 272: Φρ. Σταυρὸς καὶ γκόλφι ἢ γκόλφι καὶ σταυρὸς (ἐπὶ ἀχωρίστων προσώπων ἢ πραγμάτων) κοιν. Συνών. κόλος καὶ βρακί, νύχι καὶ κρέας, θηλὶ - κλειδί, Κυριακάκος κι Ἀγγελῆς || ᾌσμ. Μαλαματένιˬε μου σταυρὲ καὶ κόρφι τοῦ δεσπότη, ἐσύ ᾽σαι ἡ ἀγάπη μου ἡ ὑστερνὴ καὶ πρώτη Ἀπύρανθ. Χαμαϊλὶ τοῦ βασιλιˬᾶ κιˬ ἀνγκόρφι τοῦ δεσπότη Τῆλ. γ) Περίαπτον προφυλακτικὸν κατὰ τοῦ κακοῦ, ἢτοι εἰκών, σταυρὸς κ.τ.τ. Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ. Μελιγγ. Ξηροβούν. Πλατανοῦσ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θήρ. Κέρκ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Περίστ.) Π. Βλάστ., Ἀργώ, 337 Σ. Περεσιάδ., Ἐσμέ, 90 Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 675 Ν. Πολίτ., Ἐκλογ. 237 Δ. Σολωμ., 244 - Λεξ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ.: Μὶ πιˬάν᾽ τοὺ μάτιˬασμα πουλὺ κὶ γιˬ αὐτὸ φουράω ᾽ς τοὺ λιμό μ᾽ ἕνα γκόλφ᾽, γιˬὰ νὰ μὴ μὶ πιˬά᾽ τίπουτις Αἰτωλ. Πῆρα τ᾽ν ἰφχὴ τ᾽ πατέρα μ᾽ κὶ τ᾽ν ἔχου κριμασμέ᾽ ᾽ς τοὺ λιμό μ᾽ σὰ γκόλφ᾽, γιˬὰ νὰ μὴ μὶ πιˬά᾽ τοὺ κακὸ μάτ᾽ κὶ τὰ κακὰ πνέματα Περίστ. || ᾌσμ. Ὅσο ᾽ναι ὁ Γρίβας ζωντανός, τ᾽ ἄρματα δὲν τὰ ρίχνει, τὶ τά ᾽χω ἀγκόλφι καὶ σταυρὸ κιˬ αὐτὰ μόν᾽ προσκυνάω Ἤπ. Γκόλφι νὰ τά ᾽χω ᾽ς τὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα, ποὺ μ᾽ ἔκραξαν μ᾽ ἀπαντοχὴ φίλο, ἀδελφό, πατέρα Δ. Σολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. φυλαχτάρι, φυλαχτήριο, φυλαχτό, χαϊμαλί. 2) Σφαιροειδῆς πόρπη, χρυσῆ ἢ ἀργυρᾶ ἐπὶ ἐρυθροῦ ἀχειριδώτου χιτῶνος Σύμ. Β) Μεταφ. 1) Πρᾶγμα πολύτιμον, τιμαλφές, ὑπεραγαπητὸν Θήρ. Κάρπ. Πελοπν. (Βραχν. Δημητσάν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ. Στερελλ. (Γραν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 242 Ν. Πολίτ., Παροιμ 3, 675 - Λεξ. Δημητρ.: Τὴν ἔχει γκόλφι καὶ σταυρὸ (δηλ. τὴν γυναῖκα. ἐπὶ ἀνδρὸς τιμῶντος καὶ ὑπεραγαπῶντος τὴν γυναῖκα του. συνών. ἡ λογία «ὀμνύει εἰς τὸ ὄνομά της») κοιν. Ἡ Νίκινα ἕνα τὸ ᾽χει κὶ τό ᾽χει γκόλφ᾽ Γραν. || ᾌσμ. Χίλιˬες φορὲς ᾽γώ, Κίτσο μου, τό ᾽χω νὰ σὲ κρεμάσουν παρὰ νὰ χάσης τ᾽ ἄρματα, τὰ ὄμορφα τσαπράζιˬα, ποὺ τά ᾽χε γκόλφι καὶ σταυρὸ ὁ ἄντρας
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA