γκολφοβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκολφοβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκολφοβόλι τό, ἐνιαχ. κορφοβόλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκόλφι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κόρφι, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -βόλι.
Σημασιολογία
Μεγάλη ποσότης ἐγκολπίων 1. Συνών. γκολφοθέμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA