γκομενοδουλε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκομενοδουλε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκομενοδουλε͜ιὰ ἡ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γκόμενα καὶ δουλε͜ιά.
Σημασιολογία
Γκομενιλίκι, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Κάπο͜ια γκομενοδουλε͜ιὰ ἔχεις καὶ δὲ διˬαβάζεις τὰ μαθήματά σου. Οἱ γκομενοδουλε͜ιὲς τὸν ἔκαμαν κ᾽ ἔχασε τὴ δουλε͜ιά του σύνηθ. Συνών. ἐρωτοδουλε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA