ἀσπρόχωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόχωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρόχωμα τό, κοιν. ἀσπρόχουμα βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀπρόχουμα Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) ἀσπρόχ’μα Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. χῶμα.
Σημασιολογία
1) Ἀσπρογῆ, ὃ ἰδ., κοιν. β) Εἶδος ἀργίλλου χρησιμοποιουμένης πρὸς καθαρισμὸν τοῦ γλεύκους Σκῦρ. 2) Ἡ Κιμωλία γῆ Μακεδ. (Κοζ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀττικ. Θεσσ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάμ. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA