γουρουνότριχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνότριχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρουνότριχα ἡ, σύνηθ. γουρ᾽νότριχα Εὔβ. (Βρύσ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Γαλατ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Μύτικ. Σπάρτ.) - Λεξ. Δημητρ. γ᾽ρουνότριχα Ἤπ. (Δωδών. Ξηροβούν.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ τρίχα. Ὁ τύπ. γουρουνότριχα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ τρίχα τοῦ χοίρου σύνηθ.: Τὸ γουρούνι ᾽φόντε τὸ σφάζουμε καὶ τὸ ζεματᾶμε, παίρνουμε τὶς γουρουνότριχες Πελοπν. (Γαργαλ.) Μαλλιˬὰ εἶν᾽ αὐτὰ ἢ γουρουνότριχες; Ἀθῆν. Ἔχει κἄτι γένε͜ια σὰ γουρουνότριχες Χίος. Σὰ γουρ᾽νότριχις εἶι χουντρὰ τὰ θ᾽κὰ σ᾽ τὰ μαλλιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καμπόσα πρόβατα ἔχ᾽ν γ᾽ρουνότριχα Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Βούρτσα ἀπὸ γουρουνότριχα Ἀθῆν. || Φρ. Παρὰ μία γουρουνότριχα (παρ᾽ ὀλίγον) Λεξ. Βλαστ. 508. || Παροιμ. Ἂν ἡ γουρουνότριχα γενῇ γενῇ κιλὸ μετάξι, καὶ τοῦ χωριˬάτη τὸ παιδὶ θά ᾽χῃ ἀνθρωπιˬὰ καὶ τάξη (αἱ εἰς ταπεινήν καταγωγὴν ὀφειλόμεναι ἕξεις δὲν ἐξαλείφονται) Θράκ. Σφίξ᾽ τοὺν κόλου σ᾽, νὰ μὴ χουράῃ γουρ᾽νότριχα (ἐργάζου συνεχῶς) Μακεδ. (Γαλατ.) Μετων., ὁ ἔχων τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς χονδρὰς καὶ σκληράς, ὡς τοῦ χοίρου Ἀθῆν. Μακεδ. (Καταφύγ.): Πᾶψε ἐσύ, γουρουνότριχα! Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA