ἀσπρωνυχιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρωνυχιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρωνυχιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. νύχι.

Σημασιολογία

Λευκαίνονται οἱ ὄνυχές μου ἐκ νόσου, ἐπὶ βοῶν, καὶ ἵππων: Πονοσφοdυλιˬάζου dὰ βούδιˬα κιˬ ἀσπρωνυχιˬάζου, ὅdεν ἔ᾽ ἀνυdριˬές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/