γκόριτσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκόριτσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκόριτσο τό, Ἤπ. Μακεδ. γκόριτο Πελοπν. (Μεσσην. Πυλ. Τριφυλ.) γκόρ᾽τσο Ἤπ. (Κρυοπ. Μελιγγ. Σχωρ. Χιμάρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κυνουρ. Μεσσὴν. Οἰν. Παππούλ. Πύλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 281 Πρω. (εἰς λ. γκοριτσιˬὰ) Δημητρ. γκὀρ᾽το Πελοπν. (Γορτυν. Μεσσὴν. Οἰν. Παππούλ. Πυλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) γκόρ᾽τσου Ἤπ. (Δρόβιαν. Δωδών. Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Συκαμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ. Κεσάν. Σουφλ.) Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Καστορ. Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γκόρ᾽του Ἤπ. (Πρέβ.) Μακεδ. (Γήλοφ.) γκόρ᾽τσι Μακεδ. (Βόιον) Πελοπν. (Δ. Κορινθ.) - Π. Γενναδ., Λεξ. Φυτολ., 129 - Λεξ. Δημητρ. γκόρ᾽τσ᾽ Ἤπ. (Πρέβ.) gόρ᾽τσι Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Γραν.) γκόρ᾽τζου Β. Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γκόρ᾽τζι Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀγκόριτσο Πελοπν. (Γαργαλ.) ἀγκὀρ᾽τσο Πελοπν. (Ἀράχ. Ἀρκαδ. Μεσσὴν. Οἰν. Χατζ.) ἀγκόρ᾽τσου Θεσσ. (Δομοκ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) ἀγκόρ᾽το Πελοπν. (Μεσσην. Πυλ. Τριφυλ.) ἀγκόρ᾽τζου Β. Εὔβ. ἀγκόρ᾽τι Πελοπν. (Μανιάκ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ.ἀ. - Π, Γενναδ., Λεξ. Φυτολ., 129 ἀγκόρ᾽τζι Εὔβ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀgόρ᾽τζι Στερελλ. (Εὐρυταν.) γκόρ᾽τσος ὁ, Ἤπ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γκορίτσα-γκοριτσιˬὰ. Οἱ τύπ. εἰς -ιˬ ἐκ τοῦ κοινοῦ πλὴθ. τῶν εἰς -ι καὶ -ο ἢ κατὰ τὰ συνών. ἀπίδι, ἀχλάδι.
Σημασιολογία
1) Ὁ καρπὸς τὴς ἀγρίας ἀπιδέας ἔνθ᾽ ἀν.: Φάγαμε μιˬὰ μαλάθα γκόρ᾽τσα Μακεδ. (Καστορ.) Θὰ πάρῃς τ᾽ ἀγριαπίδι, ἀγκόρ᾽τσι, καὶ τὸ τζοχό... Πελοπν. (Μανιάκ.) Ἄιστε, μάστε κἄνα γκόρ᾽τζου νὰ φάῃ τὸ γ᾽ρού᾽ (μάστε = μάσετε, μαζέψετε) Β. Εὔβ. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. χειμωνιˬάτικου γκόρ᾽τσου, ὁ καρπὸς τῆς Ἀπιδέας τῆς καρδιοσχῆμου (Pyrus cordata), ὁ ὁποῖος εἶναι πρασίνου χρώματος καὶ ὡριμάζει κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνας Ἤπ. (Πρέβ.) || Φρ. Δὲν τὸ ᾽δωκα τ᾽ ἄλογο νὰ πάῃ ᾽ς τὸ μύλο καὶ τοῦ ᾽μεινε γκόρ᾽τσο (= μὲ ἐμίσησε) Πελοπν. (Παππούλ.) || Παροιμ. Τοὺ γκόρ᾽του θὰ πέ᾽ ᾽πουκάτ᾽ π᾽ τ᾽ γκουρ᾽τιˬὰ (κατὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὸ τέκνον) Μακεδ. (Βλάστ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών παροιμ. Κατὰ μάννα κατὰ κύρη κατὰ τέκνο καὶ παιδί, κατὰ μάννα καὶ πατέρα εἶναι γιˬὸς καὶ θυγατέρα, κατὰ μάννα κατὰ τάτα. Τὰ καλὰ τὰ γκόρ᾽τσα τὰ τρῶν᾽ τὰ γ᾽ρούνιˬα (ὅτι οἱ ἀχρεῖοι ἐπιτυγχάνουν καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ μέγιστα ἀγαθὰ) Μακεδ. (Βογατσ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Τὰ καλὰ τὰ σῦκα τὰ τρώει ἡ κουρούνα, τ᾽ ἀφρᾶτο μῆλο κόρακας τὸ τρώει, ἡ κουτσὴ γουρούνα τ᾽ ὥριμο ἀπίδι τρώγει, τὸ καλὸ τὸ κρέας οἱ σκύλλοι τὸ τρῶνε. Πίσω ἔχει ὁ γκόρτσος τὴν οὐρὰ (αἱ δυσχέρειαι ὑποθέσεως φαίνονται κατὰ τὸν τερματισμὸν, λέγεται ἐπίσης, ὅταν προοιωνίζεται ἐπικείμενον κακὸν) Ἤπ. Συνών. παροιμ. Πίσω ἔχει ἡ ἀχλάδα τὴν οὐρά, πίσω βράζουν τὰ ζουμιˬά, πίσω εἶν᾽ τὰ φίδιˬα μὲ τσ᾽ οὐρές. Συνών. ἀγριάχλαδο 1, ἀγριόγκορτσο, γκορίτσα 2. 2) Εἶδος ἀκανθωτοῦ θάμνου χρησιμεύοντος πρὸς κατασκευὴν φρακτῶν ἀγν. τόπ 3) Καρπὸς ἡμέρου ἀπίου Ἤπ. (Δωδών. Κόνιτσ. Σχορέτσ. Χιμαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Βόιον Καστορ. κ.ἀ.) κ.ἀ. Συνών. ἀπίδι 1, ἀχλάδι 2. 4) Μεταφ., παιδίον μικροκαμωμένον καὶ ἄσχημον Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA