ἄσπρωχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπρωχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσπρωχτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσπρουχτους βόρ. ἰδιώμ. ἄσbρουχτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σπρωχτὸς < σπρώχνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὠθηθεὶς σύνηθ.: Δὲ μπορεῖ κἀνεὶς νὰ μείνῃ ἄσπρωχτος μέσα σὲ τόσο κόσμο. Συνών. ἀσκούντητος 1. β) Μεταφ. ὁ μὴ προωθηθείς, ὁ μὴ προαχθείς, ἐπὶ ἐργασίας, ζητήματος κττ. σύνηθ.: Ἄπρωχτη δουλε͜ιὰ - ὑπόθεσι κττ. 2) Ὁ μὴ παρακινηθείς, ὁ μὴ προτραπεὶς πρός τι Λεξ. Δημητρ.: Ἄσπρωχτος τό ᾿κανε. 3) Θηλ., ἡ μὴ βινηθεῖσα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/