ἄστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄστα ἡ, Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μεγίστ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. asta, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. hasta = δόρυ.
Σημασιολογία
1) Ὁ κοντὸς σημαίας Κύπρ.: Οἱ στρατιˬῶτες κρατοῦσαν τοὶς ἄστες || ᾎσμ. Καλῶς τὴν ἄσταν τῶν ἀστῶν, τὴν βέρκαν τοῦ κλημάτου. 2) Τὸ μακρὺ ξύλον διὰ τοῦ ὁποίου κρατεῖται ἡ ἀπόχη Πελοπν. (Λακων. Μάν.) 3) Τὸ ὁριζόντιον ἔλασμα τοῦ ζυγοῦ ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξαρτῶνται οἱ δίσκοι Μεγίστ. 4) Ξύλον κυρτὸν ἐφαρμοζόμενον εἰς τὴν πρῴραν τῶν πλοίων Ἰόνιοι Νῆσ. 5) Ἀπόλυτος πλειστηριασμὸς (ἡ σημασία ἐκ τοῦ ὅτι εἰς παλαιοτέρους χρόνους ἐστήνετο ἄστα, ἤτοι δόρυ, ἐκεῖ ὅπου ἔμελλον νὰ έκποιηθοῦν διὰ πλειστηριασμοῦ λάφυρα) Κεφαλλ. β) Δικαίωμα ἀπολύτου πλειστηριασμοῦ Κεφαλλ.: Ἔχει ἄοτα ἀπάνου 'ς αὐτὰ τὰ χτήματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA