ἀστακόθηρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστακόθηρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστακόθηρο τό, ἀμάρτ. ’στακόθηρο Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀστακὸς καὶ θήρα.
Σημασιολογία
Ἀστακόδιχτο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA