γκουανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκουανιˬάζω ἐνιαχ. gουανιˬάζω Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) gουανίζω Κρήτ. ( Ἅγιος Γεώργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκουανό, τὸ ὁπ. βλ., καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω, -ίζω.

Σημασιολογία

Λιπαίνω, ρίπτω λίπασμα εἰς φυτὰ ἢ δένδρα: Ἄδικα ἐgουάνιˬαζα τὸ στάρι μ᾽ ὀφέτος, γιˬατὶ τὸ ριξ᾽ ἀέρας καὶ δὲ θὰ βγάλω κλαδὶ (= καθόλου) Ἅγιος Γεώργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/