γκουβερνάτορας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουβερνάτορας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκουβερνάτορας ὁ, ἐνιαχ gουβερνατοῦρος Καλαβρ. (Γαλλικ.) γουβερναδόρος Κρήτ. κουβερνατόρος Κύπρ. κουβερναδοῦρος ἐξ ἐγγρ. 1769-70 Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. governator = κυβερνήτης. Ὁ τύπ. γουβερναδόρος καὶ εἰς Φώσκολ., Φορτουν. πρᾶξ. Α, στ. 112 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.)

Σημασιολογία

Ὁ κυβερνήτης ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γιατὶ οἱ gουβερνατοῦροι θέλουσι νὰ χασῇ ἡ gλῶσσα τῶν gρεκάνων Καλαβρ. (Γαλλικ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/