ἀστακουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστακουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστακουδάκι τό, Θήρ. ( Οἴα) ἀστακουδάϊν Χίος (Καρδάμ.) 'στακουδάκι Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βυζ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστακὸς διὰ τῆς καταλ -ούδι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς ἀστακὸς ἔνθ' ἀν. 2) Γαρὶς τῆς θαλάσσης Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/