ἀσταλαμάτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταλαμάτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσταλαμάτητος ἐπίθ. ΚΧατζοπ. Ἀννιὼ 61 ἀσταλαμάτιγος Πελοπν. (Μάν.) -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 84.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταλαματητὸς < σταλαματῶ.
Σημασιολογία
Ὁ διαρκῶς ρέων, ἀκατάπαυστος: Βροχὴ ἀσταλαμάτητη ΚΧατζόπ. ἔνθ᾽ ἀν. Βροχὲς ἀσταλαμάτιγες, νεροποντὲς ἀκράτητες καὶ βαρυχειμωνιˬὲς ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Αἷμα ἀκρᾶτο κιˬ ἀσταλαμάτιγο Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA