ἀστάλαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστάλαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστάλαχτος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. 289 Δημητρ. ἀστάλαγους Στερελλ. (Τοπόλ.) ἀστάλαος Κάρπ. Ρόδ. (Ἀπολακ. Μεσαναγρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταλαχτὸς < σταλάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παύων νὰ βρέχῃ, ὁ βρέχων ἀδιακόπως Κάρπ. Ρόδ. (Ἀπολακ. Μεσαναγρ.): Ἀστάλαη μέρα Ἀπολακ. Μεσαναγρ. || ᾎσμ. Ἦτον ἡ νύχτα ἁστάλαη κ᾿ ἡ μέρα χιˬονισμένη β) Ἐπὶ αἰγός, ἡ διαρκῶς φέρουσα γάλα Λεξ. Βλαστ. 2) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔπεσε σταγών, ἀκηλίδωτος Στερελλ. (Τοπόλ.): Ἀστάλαγα ροῦχα. 3) Ὁ μὴ σταλάζων, ἄστακτος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA