γουρουνοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνοῦσα ἡ, Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)

Χρονολόγηση

1925

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Ἀνθ. Παπαπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 140 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ γουρούνα : Αἴνιγμ. Γουρούνα μ᾽, γουρουνοῦσα μου, | σαραdαπεταλοῦσα μου, σαράdα πέταλα βαστῶ τσαὶ ᾽ς τὸ νερὸ τσυλε͜ιέμαι (ἡ φτερωτὴ τοῦ ὑδρομύλου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/