βαφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαφὴ ἡ, κοιν. βαθὴ Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βαφή.
Σημασιολογία
1) Ἡ σκλήρυνσις, ἡ στόμωσις τοῦ σιδήρου ἐπιτυγχανομένη διὰ τῆς καταβυθίσεως αὐτοῦ πυρακτωμένου ἔτι ὄντος εἰς ὕδωρ ψυχρὸν ἢ ἔλαιον πολλαχ καὶ Τσακων. Συνών. βάψι 1, βάψιμο 1. 2) Ὁ χρωματισμὸς πράγματός τινος διὰ τῆς καταβυθίσεως αὑτοῦ εἰς διαλελυμένην ἐντὸς θερμοῦ ὕδατος χρωστικὴν οὐσίαν κοιν. καὶ Τσακων.: Πέτυχε τό ροῦχο ᾿ς τὴ βαφὴ κοιν. || Παροιμ. φρ. Ὅπως ἡ βαφὴ ἔτσι κ’ ἡ πληρωμὴ (κατὰ τὴν ἀξίαν τοῦ ἔργου καὶ ἡ ἀμοιβὴ) Ἀνατολ. ᾿Επιθεώρ. 1,533. || ᾎσμ. Ἄσπρο γαρίφαλο βαστῶ καὶ θέλω νὰ τὸ βάψω, ἂν τὸ πιτύχω ’ς τὴ βαφή, πολλὲς καρδιˬὲς θὰ κάψω Ἄνδρ. Σῦρ. κ.ἀ. Συνών. βάμμα 2, βάψιμο 2. 3) Ἡ χρωστικὴ οὐσία διὰ τῆς ὁποίας χρωματίζεται πρᾶγμά τι κοιν.: Ἀγοράζω βαφὴ γιˬὰ τ’ άβγά. Βαφὴ κίτρινη-κόκκινη κττ. κοιν. || ᾎσμ. Κινῆσα dὰ τραdάφυλλα ὅλα νὰ ’ρθοῦ gοdά σου, νὰ πάρουν χρῶμα καὶ βαφὴ ἀπὸ τὰ μάγουλά σου Κρήτ. Συνών. βάμμα 1, μπογιˬά. β) Χρῶμα Γ Τερτσέτ. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 465: Ποίημ. Νὰ βλέπω τὰ ξανθά μαλλιˬὰ καὶ τὰ δροσᾶτα χείλη πὄχουν τοῦ ρόδου τὴ βαφή, τοῦ μήλου τὴ γλυκάδα. γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἄγρια βαφή, τὸ φυτὸν σησαμοειδὲς τὸ ὠχρὸν (reseda luteola) τῆς τάξεως τῶν σησαμοειδῶν (resedaceae) Κέρκ. 4) Μεταφ. ἡ ποιά τις κατάστασις Κρήτ.: Φρ. Ὁ καιρὸς στέκει’ς τὴ βαφή dου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA