γουρουνοψαράρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοψαράρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρουνοψαράρα ἡ, ἐνιαχ. γ᾽ρουνοψαράρα Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρουνόψαρο κατὰ τύπ. μεγεθ.
Σημασιολογία
Τὸ μεγάλον γουρουνόψαρο, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγὼ θὰ τὴν ἐγδάρω τὴ γ᾽ρουνοψαράρα! Ἐρεικ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA